Πολυγονίδες

Πολυγονίδες
(Polygonaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, η μοναδική της τάξης των πολυγονωδών. Οι Π. είναι φυτά ποώδη, με παράφυλλα που φυτρώνουν μαζί σχηματίζοντας χονί. Τα άνθη τους είναι πράσινα, κίτρινα, ρόδινα, κόκκινα ή λευκά, με 5 σέπαλα και 5-8 στήμονες. Η ωοθήκη είναι μονόχωρη και ο καρπός τους μικρό τριγωνικό καρύδι. Υπάρχουν 700 είδη σε όλη την υδρόγειο, που εντάσσονται σε 30 γένη. Το αξιόλογο γένος πολύγονοαριθμεί 200 είδη με σημαντικότερο είδος το πολύγονοβιστόρτα, με ρόδινα άνθη. Άλλο είδος είναι το πτηνόφιλο, του οποίου τα σπέρματα τρώγονται από τα μικρά πουλιά. Γνωστό είδος είναι και τοφαγόπυρο, που κατάγεται από την Ασία, φτάνει σε ύψος 30-70 εκ. και έχει λευκά ή ρόδινα άνθη. Ο σπόρος του χρησιμοποιείται για την πάχυνση των βοδιών, των προβάτων, των χοίρων, των αλόγων και των κατοικίδιων πουλιών. Στην ίδια οικογένεια ανήκει το γένοςρήο, ένα από τα λίγα φυτά των οποίων ο μίσχος των φύλλων τρώγεται. Οι σαρκώδεις αυτοί μίσχοι μπορούν να φτάσουν σε ύψος ενός μ. και σε πολλές χώρες χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μαρμελάδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έμηξ — ο «έμηξ ο ακανθώδης», φυτό τής οικογένειας πολυγονίδες, λάπαθο …   Dictionary of Greek

  • κοκκόλοβος — (Coccoloba). Γένος φυτών της οικογένειας των πολυγωνιδών, της τάξης των πολυγονωδών, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 150 είδη. Πρόκειται για δίοικα δέντρα, θάμνους ή αναρριχητικά φυτά της τροπικής και υποτροπικής Αμερικής, τα περισσότερα από τα… …   Dictionary of Greek

  • πολυγονώδης — ες, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυγονώδη βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια πολυγονίδες με 40 περίπου γένη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτών, τα οποία απαντούν κυρίως στη βόρεια εύκρατη ζώνη.… …   Dictionary of Greek

  • πολύγονο — το / πολύγονον, ΝΑ (θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην τάξη πολυγονώδη, οικογένεια πολυγονίδες αρχ. φρ. α) «πολύγονον ἄρρεν» το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το… …   Dictionary of Greek

  • ρήο — το / ῥῆον, ΝΜΑ, και ῥᾱ και ῥία και ῥέον Α βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες της τάξης πολυγονώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το όνομα τού παραπόταμου τού… …   Dictionary of Greek

  • ρούμεξ — και ρούμιξ, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες τής τάξης πολυγονώδη, με 150 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 18 αυτοφυή, κοινώς γνωστά ως λάπαθα, ξινήθρες, ξινολάπατα κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • σφακελοθήκη — η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη ουστιλαγινώδη τής κλάσης τελιομύκητες και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη μυκήτων με κοσμοπολιτική κατανομή τα οποία παρασιτούν στα καλλιεργούμενα φυτά, κυρίως τών οικογενειών αγρωστώδη και… …   Dictionary of Greek

  • τρίπλαρη — η, Ν βοτ. γένος τροπικών θάμνων τής Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες …   Dictionary of Greek

  • φαγόπυρο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες τής τάξης πολυγονώδη, το οποίο, αν και δεν ανήκει στα αγρωστώδη, θεωρείται ως σιτηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. fagopyrum (< λατ. fagus… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”